Σήμερα είναι το «Ψυχοσάββατο», του «Ψυχού», όπως λένε στην Κάλυμνο, η ημέρα μνήμης των ανθρώπων που έφυγαν από κοντά μας, που έμειναν ως ανάμνηση, ως μια μοναδική παρουσία ο καθένας, ένα λαογραφικό δρώμενο, που παραμένει ζωντανό στην τοπική παράδοση.

Επιλέξαμε μια όμορφη, γλαφυρή και συγκινητική «λαογραφική» αφήγηση του φίλου και συμμαθητή Μανώλη Ψαρά, μια «ηθογραφική» προσέγγιση μέσα από προσωπικά βιώματα, που αποδίδει την ημέρα αυτή με τον πλέον εναργή τρόπο, που μας γυρίζει πίσω σε μνήμες παιδικές, σε στιγμές που παραμένουν στον καθένα ως πολύτιμα «κειμήλια» ψυχής.
Ακολουθεί η αφήγηση του Μ. Ψαρά, όπως την αποτύπωσε στην ανάρτησή του:

Ψυχοσάββατα – μνείαν ποιούμεθα…
των απ’ αιώνος κεκοιµηµένων

———————————————————-
Τις Γιαγιάδες μου εγώ (ίσως γιατί δεν πρόλαβα να γνωρίσω Παππούδες,) πολύ! τις αγαπούσα, από μικράκι…Θυμάμαι τη Γιαγιά μου την Καλότίνα (την Μάνα του Πατέρα μου) που έμενε σχεδόν δίπλα μας τόσο νοσταλγικά, σαν παιδάκι μικρό τότε, ν’ ανάβει το κερί και το θυμιατό, να βράζει στάρι και να ετοιμάζει σουσάμι, ρόδια ή σταφίδες, (ανάλογα την εποχή) μαζί με αμύγδαλα μαζεμένα απ’  το χωράφι και τ’ αμπέλι μας εκεί στην Ανάσταση.

Ετοίμαζε το πιάτο με το κόλλυβο και το τοποθετούσε στην κάτασπρη κεντητή πετσέτα κεντρικά στο τραπέζι, δίπλα από το ανθοδοχείο με τα φρεσκοκομμένα λουλούδια που είχαμε μαζέψει οι δυο μας πιο πριν από τα μεγάλα λούκια (παρτέρια) του σπιτιού της, μαζί με το καντηλάκι, μια μικρή εικόνα, τη φωτογραφία σε κορνίζα του παππού, ένα πεντακάθαρο ποτήρι νερό σε κρυστάλλινο πιατάκι του γλυκού, και ένα κουτάλι.
Είναι για τις ψυχές“, μας έλεγε…
Ποιες ήταν οι ψυχές;
Και το βασικότερο… Πού ήταν αυτές οι ψυχές;

Δεν ξέραμε Τίποτα! … Μόνο κάτι απροσδιόριστα χαοτικές και αίολες εκδοχές είχαμε, κι αυτές μέσα από κάτι μισόλογα και ψιθυρίσματα των “μεγάλων,” που έπιανε και δεν έπιανε τ αυτί μας, όταν κάθε Σάββατο με ένα μικρό μεταλλικό κουβαδάκι με τα χρειαζούμενα, ανηφόριζα προς το νεκροταφείο του Αγίου Μάμμαντος, βαστώντας απ’ το χέρι τη γιαγιά μου την Καλοτίνα, για να πάμε να καθαρίσουμε τους τάφους των παππούδων μου και να ανάψουμε τα καντηλάκια τους (μου είχε γίνει πάγια υποχρέωση, 10 χρονών γνώριζα σχεδόν κάθε μνημείο και κάθε γιαγιά εκεί).Απλώς χαζεύαμε την γιαγιά μας μαζί με την αδερφή μου την Μαρία (η Αργυρούλα ή μικρότερη μου αδελφή ήταν μωρό τότε) σαν μικρά παιδιά, την ώρα που θύμιαζε ολόγυρα στο ανώι του σπιτιού τις κρεμασμένες σε μεγάλα κάντρα φωτογραφίες στο σαλόνι, ψιθυρίζοντας ονόματα σε μια της προσπάθεια να μην ξεχάσει κανένα μα κανένα… ήταν εξόχως σημαντικό αυτό! “Αξίωμα” να μην ξεχαστεί απολύτως κανείς!.

Έτσι είχαμε κι εμείς την ευκαιρία να τρυπώνουμε σ’ αυτό το “άβατο” σημείο του σπιτιού, που τα πάντα ήταν “εύθραυστα” για τα παιδικά μας χέρια μιας και η γιαγιά γνώριζε τα κατορθώματά και τις “δεξιότητες” μας από πρώτο χέρι, γι αυτό εξάλλου και το σαλόνι το λειτουργούσε χρηστικά και επισκέψιμα μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, έτσι βιώναμε εμείς σαν παιδάκια αυτή της την προετοιμασία για το κόλλυβο, (του ψυχού) κοιτώντας τα μεγάλα κρεμαστά κάντρα και ρωτώντας την γιαγιά ξανά και ξανά για το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, παρακολουθώντας με προσοχή όλο το τυπικό της κατασκευής, του στολίσματος και της τοποθέτησης του κόλλυβου στο τραπέζι.Έπειτα, αφού τέλειωνε την προετοιμασία, έχοντας απαντήσει σε κάθε μας ερώτηση μας κοιτούσε στα μάτια γαληνεμένη, τόσο όσο να πάρει μια ανάσα και αφού είχε εκπληρώσει “το χρέος” … κατόπιν καθόταν να μπαλώσει καμιά κάλτσα, να ράψει κανένα κουμπί ή να σιδερώσει, ενώ η μορφή της λούζονταν ολόκληρη μέσα στις ακτίνες του ήλιου.Ο φεγγίτης της πόρτας στον όροφο ήταν ακριβώς από πάνω της…
Κι εμείς χαζεύαμε τα άπειρα μικροσκοπικά μόρια σκόνης που έμπαιναν από το παράθυρο και την πόρτα του μπαλκονιού και που μαζί με τ’ αεράκι, και τις ακτίνες του ήλιου από τον φεγγίτη γινόντουσαν θελκτικά ορατά και ανάλαφρα, για τα παιδικά μας ματάκια, μιας που δεν σταματούσαν να χορεύουν με αργούς στροβιλισμούς μέσα σ αυτό το υπέρλαμπρα φωτεινό πεδίο, μαζί μ’ έναν ήλιο βασιλιά που βασίλευε… χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να βασιλεύει.Λέτε αυτά τα αίολα μικροσκοπικά, φωτεινά μόρια σκόνης νά ’ταν αυτές οι ψυχές τους και να παίρνουν πρόθυμα μορφή μέσα στη λαμπρή δέσμη φωτός σαν αστραφτερά μικρά τίποτε, κι έτσι ο άντρας της, η κόρη της η Θεμελίνα που έφυγε μικράκι, ο πατέρας της, η μητέρα της, τ’ αδέλφια της, τα πεθερικά της κάποιες φίλες της που δεν ζούσαν πιά, να ερχόντουσαν έτσι απλά για να την στεφανώσουν επειδή δεν ξέχασε, και στάθηκε στο “χρέος”.Όλοι τους υπήρχαν για την γιαγιά, και εξακολουθούσαν να ζουν στην καθημερινή της ομιλία σαν σε παραμύθι, σαν παρηγοριά αβίαστα, λες και τους μιλούσε, σαν να είχαν φύγει μόλις χθες…

Σαν να μην πέρασε μια μέρα αγαπημένη μου γιαγιά όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που έφυγες εσύ και ο Πατέρας μου! να το ξέρετε!, και να του το πεις, πως αυτό του το φευγιό… Δεν το ξεπέρασα Ποτέ!Τα ίδια συνεχίζει και η μαμά μου μέχρι σήμερα, αν και σε κατάσταση ας πούμε προχωρημένου γήρατος έχοντας τα όμως “τετρακόσια”, ακριβώς με την ίδια ιεροτελεστία και τυπικό, απαρασάλευτα ακριβώς όπως τα παρέλαβε από την μάνα της και από την πεθερά της, μην με ρωτήσετε βέβαια αν αυτά θα συνεχιστούν μετά την δική μας γενιά, δεν μπορώ να το ξέρω…Ειλικρινά!, νοιώθω άσχημα και μόνο στην ιδέα πως όλα αυτά μπορεί να σταματήσουν σ αυτή την γενιά, παρηγορούμαι έστω απλά που το έζησα, προσπαθώντας να το μεταλαμπαδεύσω έστω και αφηγηματικά, συνεχίζοντας παράλληλα να το ζώ, έτσι όπως προστάζει το Ορθόδοξο έθος, στην καθ’ ημάς Ανατολή, απ τα πολύ παλιά έως τα σήμερα.Καλή Ανάσταση γιαγιά μου, και καλή αντάμωση με σένα και τον πατέρα μου, οσονούπω, μαζί με όλους τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους, συγγενείς και φίλους, γνωστούς και αγνώστους, από περάτων έως περάτων της οικουμένης…Ε.Γ.Ψ.