Κάτω απ το Κάστρο το παλιό του χωριού, που επιβλητικό υψώνει την μολυβένια όψη του και μονάχα πού και πού άσπρα μικρά θολωτά ξωκκλήσια σπάνε τη μονοτονία του, βρίσκεται η Παναγιά των Τσικουώ, η «Χαριτωμένη». Εκεί στην μεγάλη ευρύχωρη αυλή της στήνεται κάθε χρόνο ο μεγάλος χορός, την Κυριακή της Τυρινής. Κι είναι σαν νάχει μια ξεχωριστή ομορφιά και χάρη, τούτος ο χορός γιατί τραβά όλο τον κόσμο του νησιού, και ζωντανεύει το Χωριό, θυμίζει παλιές δόξες. Και τα στενά δρομάκια τ ανηφορικά πλημμυρίζουν από κόσμο που τραβά για την Παναγιά. Φέτος βοήθησε κι ο καλός καιρός, ο γαλάζιος ουρανός πούμιαζε με ανοιξιάτικο, κι όλη η Πόθια ξεσηκώθηκε.

Η αυλή της Παναγιάς ήτανε πλημμυρισμένη τόσο πολύ από κόσμο που στένευε και μίκραινε ο χορός, παρ όλη την προσπάθεια να τον ανοίγουν κάθε τόσο. Στη μέση τα βιολιά αλλάζουν κάθε τόσο ήχο, ανάλογα με την προτίμηση του μπροστελλάτη, που διατάσσει πότε τον ίσσο πότε τον τριπηητό. πότε τσαμπουνιστό, πότε κρητικό, για λέργικο κι ο Μαγριπλής παίζει το δοξάρι του μ΄ όλη του την ψυχή, κι οι επίτροποι της Παναγιάς, αγωνίζονται με τον δίσκο στο χέρι να κεράσουν πότε κείνους που χορεύουν, πότε τους άλλους που παραστέκουν, να τους ευχηθούν «και του χρόνου» και να εισπράξουν με το πανέρι τον οβολό τους για την Παναγιά.

Αλλάζει ο κάβος κάθε τόσο, γιατί είναι πολλοί οι μπροστελλάτες που θέλουν να τον τραβήξουν, κι οι κόρες κι οι γυναίκες στο γύρο περιμένουν νάρθει η σειρά τους, να τις τραβήξουν, άλλες με τα καβάδια στολισμένες τα μεταξωτά και τάσπρα τσεμπέρια, άλλες με τα Καλύμνικα φουστάνια, κι άλλες με τα ευρωπαϊκά. Δεν βλέπεις πολλά γελαστά πρόσωπα στον χορό. Οι πιο πολλές χορεύουν με σκυφτά τα μάτια, κάτω από την σκιά του Τσεμπεριού. Χορεύει ο σφουγαράς (κι είναι σφουγγαράδες οι πιο πολλοί χωριανοί) και νοιώθεις τον καύμό του. Είναι ο τελευταίος χορός της Χρονιάς, αύριο μπαίνει Σαρακοστή κι είναι κοντά το μακρινό ταξίδι της Μπιγκάζας. Το μεταξωτό μαντήλι πούχει στο λαιμό είναι φερμένο απ εκεί, κι ως το κρατεί σφιχτά από τις δυό άκρες του, σου θυμίζει την παράξενη μοίρα του. Χορεύει κι η γυναίκα του, η κόρη του κι η αδελφή του.

Και γιαυτές ο τελευταίος χορός είναι της χρονιάς… Σαν θα φύγει κείνος, όλα θάναι απαγορευμένα, τα μαλλιά θα μαζευτούν δυό γύρες στο κεφάλι, θα βάλουν σκούρο τσεμπέρι και θα περιμένουν…

Σε λίγο να και προβάλλει ο παπάς από την μεσιανή πόρτα της Εκκλησιάς. «Περίμενε κόμη λίγο παπά» παρακαλεί ο Κωνσταντής πούχει πιασμένο τον κάβο. Την Αποκριά παντρεύτηκε, και χορεύει τη νιόπαντρη και δεν χορταίνει τον χορό… Κι ο Παπάς στέκει με το σχοινί της καμπάνας στο χέρι, κι όλοι στρέφουν κατά κεί. Μα κεί που ο μπροστελλάτης κάμνει την σβούρα και σκά καρύδια με τα δυό χέρια, ακούεται η καμπάνα, κι ο ήχος της ανακατεύεται με τις τελευταίες δοξαριές του Μαγριπλή, που αποκαμωμένος σφουγγίζει τον ιδρώτα με μαντήλι. Μοιάζει σαν παράξενο το ξαφνικό τούτο σταμάτημα του χορού με το παίξιμο της καμπάνας, κάτι που μόνο το νοιώθεις χωρίς να μπορείς να το εκφράσεις. Σαν όραμα που σβήνεται, σαν όνειρο που άνοιξες τα μάτια και τόχασες από μπροστά σου.

Ο πιο πολύς κόσμος μπαίνει μέσα στην Εκκλησία για τον εσπερινό του «συγχώριου». Γεμίζουν κι οι τρείς θόλοι ίσαμε έξω το προαύλιο. Κι η Παναγιά στέκει στο προσκυνητάρι με τ άσπρο τσεμπέρι πάνω από το τζάμι της εικόνας. Ύστερα από τους ήχους του βιολιού και τον χορό, προσπαθείς να συγκεντρωθείς για να μπείς στο νόημα αυτών που ακούς: «μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου» ή «έλαμψεν η χάρις σου» Μα σε βοηθά τόσο ότι βλέπεις γύρω: οι όμορφες επιβλητικές μεγάλες εικόνες, το χρυσοσκάλιστο τέμπλο και το μισοσκόταδο παρχινά…

Σαν τελειώσει πάλι η Εκκλησία, το γλέντι θα συνεχιστεί στο καφενείο, στο χωριανό σπίτι με τον κράβατο, τις καρέκλες αραδιασμένες στη σειρά, με τις φωτογραφίες κολλητά, πυκνά-πυκνά και την «θέση» ψηλά με τα παλιά χρωματιστά πιάτα τις μποτίλιες και τους χρυσούς μαστραπάδες.

Και πως καμαρώνουν οι χωριανοί σαν βλέπουν το χωρίο τους γεμάτο ζωή και κίνηση από ξένους!

Βρίσκονται πιο κοντά στο μυστικό της ζωής. Διατηρούν πιο πολύ απλότητα, γιαυτό ίσως και πιο πολλή χαρά, ανακατεμένη με το μοιρολατρισμό της σφουγγαράδικης ζωής τους που το νοιώθεις πιο πολύ σαν ακούς το χωριανό σφουγγαρά να τραγουδεί:

«Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, Του χρόνου ποιος το ξέρει…»

της Θεμελίνας Καπελά.