Η γοργόνα στο λιμάνι

«Μανία που την έχεις με τις γοργόνες.
Εδώ ο κόσμος χάνεται, πόλεμοι, φτώχεια, αρρώστιες, προσφυγιά, σαπίλα παντού κι εσύ μου μιλάς για τη γοργόνα στο λιμάνι.

Τη ζωγραφίζεις κιόλας.  Χάθηκε ο κόσμος να φτιάξεις μια βάρκα, ένα λουλούδι, ένα ξωκλήσι άσπρο με το γαλάζιο του σταυρό.

Εσύ, εκεί με τη γοργόνα.»

Στο μεταξύ ο κόσμος, φαίνεται, πράγματι, να  χάνεται.

Ξεθωριάζει, μάλλον θα ξέβαψαν τα χρώματα που τον ντύσαμε τότε που
ήμασταν παιδιά. Οι βάρκες σάπισαν, τα λουλούδια πατήθηκαν   εδώ κι εκεί.
Τα ξωκλήσια δεν ασβεστώθηκαν

Μόνο η γοργόνα στο λιμάνι πείσμωσε και έμεινε στα βράχια να χαιρετά την Ανατολή.

Γυμνή και ανέγγιχτη σαν την ελπίδα και σαν τα όνειρα.
Αντέχει στο νοτιά και στη λάβρα του ήλιου, στην αλμύρα και στους αποχωρισμούς.
Περιμένει πάντα την αυγή  ξαγρυπνώντας για το αντάμωμα και τον ερχομό.

Πείσμωσα και γω.
Κλείνω τ´ αυτιά μου.
Συνεχίζω να γράφω  για κείνην.
Ο κόσμος θα χαθεί μόνο όταν η γοργόνα πάψει να χαιρετά την Ανατολή.”