H 1η Νοεμβρίου 1940, μια μέρα που έχει γραφτεί στις σελίδες της μακράς ιστορίας της Δωδεκανήσου, που έρχεται να μας θυμίσει τον Υπολοχαγό Αλέξανδρο Διάκο, από την Χάλκη, το “πρώτο αίμα” του πολέμου του πολέμου 1940.
Γράφει ο Νικόλας Παπαδόπουλος
Ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Ομάδας “Αρχιπέλαγος”
“Ὁ Ὑπολοχαγός Ἀλέξανδρος Διάκος εἶναι ὁ πρῶτος νεκρός ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ ξηρᾶς στόν πόλεμο ἀπέναντι στήν ἰταλική εἰσβολή. Εἶναι ἕνας μόνο ἀπό τούς χιλιάδες νεκρούς, ἐπώνυμους καί ἀνώνυμους, πού θυσίασαν τή ζωή τους στό Ἔπος τοῦ 1940, ἀλλά ταυτόχρονα τό σύμβολο τῆς αὐτοθυσίας καί τοῦ ἡρωισμοῦ τοῦ λαοῦ μας.
Νεαρό παιδί ὁ Ἀλέξανδρος, μέ καταγωγή από τήν Χάλκη στά Ἰταλοκρατούμενα ἀκόμα Δωδεκάνησα ἐντάχθηκε στόν ἑλληνικό στρατό καί δίχως δεύτερη σκέψη ἔσπευσε στόν πόλεμο τοῦ 1940, νά σταθεῖ στήν πρώτη γραμμή. Αὐτόπτες μάρτυρες δηλώνουν πώς λίγο πρίν σκοτωθεῖ πρωτοστατοῦσε στή μάχη, ἐμψυχώνοντας τούς στρατιῶτες του μέ ἀπαράμιλλο ἡρωισμό. Ὡστόσο, ἡ μάχη ἦταν ἄνιση.
Μία ριπή πολυβόλου τραυμάτισε θανάσιμα τόν Ὑπολοχαγό, ὁ ὁποῖος ξεψύχησε στά χέρια τοῦ στρατιώτη Μιχάλη Μαλαμά ἀπό τή Σαμαρίνα, στήν τοποθεσία Τσούκα.
Ἡ τελευταία κατοικία τοῦ Ἀλέξανδρου Διάκου ἦταν στό χωριό Ζούζουλη Καστοριάς, στήν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδας, τόσο μακριά ἀπό τά πατρικά του χώματα, ἀπό τούς γονεῖς καί τούς συγγενεῖς του.
Ὁ θάνατός του συγκλόνισε τό πανελλήνιο, συγκλόνισε κάθε Ἕλληνα καί ὁδήγησε τό μέγιστο ποιητή Ὀδυσσέα Ἐλύτη, νά γράψει τό περίφημο: «Ἆσμα ἡρωικό καί πένθιμο γιά τόν χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας». Μά πάνω ἀπ’ ὅλα συγκλονίζουν οἱ γυναῖκες πού ἔκαναν το θρῆνο τους μοιρολόϊ σπαρακτικό.
Σήμερα, οἱ τελευταῖες Ζουζουλιώτισσες γιαγιάδες μοιρολογούν μέ δάκρυα στά μάτια – μέ λόγια πού οἱ μητέρες τους καί οἱ γιαγιάδες τους εἶχαν συνθέσει – τόν ἀείμνηστο ἐθνομάρτυρα, πάνω ἀπό τόν τάφο του στήν παλαιά Ζούζουλη.
«- Σήκω Ἀλέξανδρε ἀπ’ τή γῆ κι ἀπό τό μαῦρο χῶμα.
- Μέ τί ποδάρια νά σ’κωθώ, μέ τί χέρια νά κάτσω
μέ τί ματάκια νά σᾶς δῶ, γλῶσσα νά σᾶς μιλήσω;
Μέ σκότωσαν οἱ Ἰταλοί στό δάσος μές στήν Τσούκα,
τρεῖς τουφεκιές μου ρίξανε κι οἱ τρεῖς ἀράδα-ἀράδα
ἡ μιά μοῦ παίρνει στά πλευρά κι ἡ ἄλλη στό κεφάλι,
ἡ τρίτη ἡ φαρμακερή μου παίρνει στήν καρδιά μου.
Ἦταν πικρό τό λάβωμα, φαρμάκι τό μολύβι
τό στόμα μ’ αἷμα γιόμισε, τά χείλη μου φαρμάκι
μέ τό μαντήλ’ τά σκούπισα κι ἔβαψε τό μαντήλι
ἰννιά ποτάμια τό ‘πλυναν κι ἔβαψαν τά ποτάμια.
Μή λάχ’ περάσ’ κι ἡ μάνα μου κι ἐβάψει τήν καρδιά της
μή λάχ’ περάσει κι ἡ ἀδερφή μ’ κι ἐβάψει τήν καρδιά τους.
Πέρασ’ ἡ ἀρραβωνιάρα μου κι ἔβαψε τήν καρδιά της.
Ἐσύ καλή μ’ θά παντρευτεῖς κι ἄλλον ἄντρα θά πάρεις
‘μενα μέ τρώει ἡ μαύρη γῆς, στή Ζούζουλη ‘κεῖ πάνου,
κάνω τήν πλάκα πεθερά, τήν μαύρη γῆς γυναῖκα
κι ἔχω στρατιῶτες δίπλα μοῦ γι’ ἀδέρφια, γι’ ἀξαδέρφια.
Ἰδῶ τό λέγουν μαύρη γῆς, τό λέγουν μαῦρο χῶμα
τρώει παιδιά ἀνύπαντρα, παιδιά ἀρραβωνιασμένα.»