Ο Αύγουστος πλησιάζει στο τέλος του. Το καλοκαίρι φτάνει και αυτό στο ημερολογιακό του τέλος, αν και ο καιρός αρνείται να το αποδεχτεί.

Μπορεί τα πρώτα σύννεφα και οι πρόωρες ψιχάλες να κτυπούν κάποιο καμπανάκι φθινοπώρου, αλλά οι ζεστές καλοκαιρινές θερμοκρασίες και οι ήρεμες θάλασσες καλά κρατούν. Αναλλοίωτη και η πρωινή εικόνα του κέντρου της πλατείας μας, με την κάποια χωροταξική κατανομή των καφετεριών και των παραδοσιακών καφενέδων, μέχρι το Επαρχείο. Τη διακρίνεις εύκολα από τα ποτά που απλώνονται στα τραπεζάκια.

Όπως έρχεσαι από το λιμάνι, μέχρι το Πνευματικό Κέντρο, απλώνονται στα τραπεζάκια τα «φραπεδάκια», τα κλασσικά καφεδάκια, τα αναψυκτικά. Πιο πέρα το σκηνικό αλλάζει. Κυριαρχεί το ουζάκι και τα μεζεδάκια.
Τούτες τις μέρες, τις αυγουστιάτικες, ο συνηθισμένος βόμβος από το κουβεντολόι των θαμώνων διακόπτεται, κάθε τρεις και λίγο, από τις εκρήξεις και τις εγκαρδιότητες των καλωσορισμάτων. Αυστραλοί, Αμερικάνοι, Ευρωπαίοι, συν τους «εξ Ελλάδος», πιστοί στο ραντεβού του Αυγούστου, καταφθάνουν «εκ περάτων» για την Κάλυμνό τους και την «Παναγιά» τους.
Στο υποχρεωτικό πέρασμα σου, ανάμεσα από τα τραπεζάκια, οι προσκλήσεις πέφτουν βροχή: «Έλα βρε παιδάκι μου, κάτσε και μια φορά μαζί μας να πιούμε ένα ουζάκι». Αποφεύγοντας ευγενικά την πρώτη πρόσκληση, σκοντάφτεις υποχρεωτικά στην επόμενη. Είναι από παλιούς συμμαθητές, γείτονες, φίλους. «Κάτσε λίγο, να πάρεις ένα ουζάκι μαζί μας, έστω και στα σύντομα. Καιρό έχουμε ν’ ανταμωθούμε και το Ντάργουιν πέφτει λίγο μακριά. Πότε θα ξαναβρεθούμε;».

Πριν καλά-καλά προσγειωθείς στο κάθισμα, βρίσκεσαι μπροστά στο πέλαγος των απλωμένων μεζέδων: Ψητό χταποδάκι, τουρσί, καλαμαράκια, χταποδοκεφτέδες, τυροκαφτερές, μιρμιζέλι, αχινοσαλάτα και πάει λέγοντας…Το μοναδικό άρωμα του ούζου και οι θαλασσινοί μεζέδες τέρπουν τις αισθήσεις και λύνουν τις γλώσσες. Κυλά τις κουβέντες πότε στην παλιά γειτονιά και πότε στα αξέχαστα μαθητικά θρανία. Τώρα ο χρόνος στέκεται σ’ ένα γδαρμένο γόνατο από την κουρελόμπαλα στην αλάνα, σ’ ένα κλεφτό φιλί στην Κατερίνα την ώρα του «κρυφτού», στην αποβολή από το Γυμνασιάρχη επειδή το πηλίκιο ήταν «υπό μάλης», στο σπουργίτι που πετάχτηκε στην τάξη την ώρα «των αρχαίων». Και μετά από τα γλυκόπικρα της νιότης που παρήλθαν, να περνάς στις χοληστερίνες και τα στεντ που επήλθαν. Και τα ποτήρια να τσουγκρίζουν «εις υγείαν», γιατί τι άλλο θέλουμε και ποθούμε σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε.

Τίποτα το σημαντικό. Μόνο ότι βρίσκεσαι, ξαφνικά, ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους. Άλλους τους βλέπεις τακτικά, κάποιους σπανιότερα. Η μοίρα της ζωής δεν γνωρίζει αποστάσεις, στεριές και θάλασσες, χώρες και ηπείρους. Και τώρα, σ’ αυτή τη σύντομη συνάντηση, έχεις μερικούς κοντά σου, γύρω από ένα τραπέζι. Τους ξέρεις και σε ξέρουν, τους νιώθεις και σε νιώθουν. Η θαλπωρή της συντροφιάς είναι το ζητούμενο. Η μαγική αίσθηση ότι αυτός ή αυτή που ακουμπάς στη διπλανή καρέκλα είναι δικός σου άνθρωπος. Φίλος ή φίλη, που καθίσατε στα ίδια θρανία, παίξατε στην ίδια αλάνα, μοιραστήκατε την ίδια γειτονιά, δακρύσατε και γελάσατε παρέα.

Τίποτα το ξεχωριστό, τίποτα το ιδιαίτερο. Παλαιοί γνώριμοι που κατάφεραν να βρεθούν, σε μια σύντομη συνάντηση, και να τα πουν για λίγο. Να θυμηθούν τα περασμένα και να προσβλέπουν στο μέλλον. Να απαλύνουν ο ένας τη στενοχώρια του άλλου και να χαίρονται με τη χαρά του. Και να μπορούν, ακόμα, να απολαμβάνουν και να μοιράζονται εδέσματα και αισθήματα…
Κάλυμνος, τέλος Αύγουστου 2022.