“Η ελπίδα τής έδινε τη δύναμη να συνεχίσει. Της κρατούσα τα χέρια στα δύσκολα σημεία για να μην πέσει. Τα χέρια της ήταν τραχιά από την ταλαιπωρία του πολέμου. “I am so tired… i am so tired…”
Είναι φορές που δεν βγαίνουν λόγια για να προλογίσουν μια ανάρτηση. Ένα απόσπασμα από τα όσα κατέγραψε ο Στάθης Κλήμης, είναι αρκετό και ίσως κάτι περισσότερο, για να δοθεί με λέξεις το μέγεθος του ανθρώπινου πόνου αλλά και της απέραντης δύναμης της ψυχής, που δεν αφήνει τα ματωμένα πόδια να σβήσουν την ελπίδα.
Ο λόγος του Στάθη , είναι γροθιά στην καθημερινότητά μας, ένα τραγικό και βιωματικό χρονογράφημα, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια να γυρίσουμε από την άλλη πλευρά και να συνεχίσουμε τον ύπνο … του δικαίου!
“Ψηλά, πάνω από τον Εμποριό, μια οικογένεια από τη Συρία ζούσε το δικό της δράμα, κομμένο σε σκηνές. Από την ασφάλεια της πατρίδας, το σπίτι, τη δουλειά, τους φίλους και την οικογένεια, στον πόλεμο στα camp , στους γκρεμούς πάνω από τη Λαγκουνάρα. Τρία παιδιά, η μητέρα, ο πατέρας και ένας συνοδοιπόρος τους, αγωνίζονταν για την επιβίωση.
Από τις 3 το μεσημέρι, ανέβαιναν από την παραλία του Βυζωτού. Η μητέρα, εξαντλημένη από τη διήμερη ασιτία και το διαβήτη, δεν άντεξε και κάπου μετά τα Ιταλικά κατέρρευσε. Ο σύζυγος, πανικόβλητος, έτρεξε με τον φίλο του για βοήθεια, αλλά εγκλωβίστηκαν στα κοφτά . Οι φωνές τους για βοήθεια έσπασαν τη σιωπή του μικρού χωριού. Ευτυχώς, η Μαρία και ο Νιλς, που τυχαία βρίσκονταν στην περιοχή, ανέβηκαν και τους απεγκλώβισαν λίγο πριν δύσει ο ήλιος.
Το τηλέφωνο μου χτύπησε στις 9 το βράδυ. Η ομάδα διάσωσης ενημερώθηκε και με τον Δημήτρη περάσαμε από το γραφείο για φακούς και ξεκινήσαμε για το φράγμα με τις μηχανές. Ανεβήκαμε γρήγορα τα πρώτα 100 μέτρα και εκεί βρήκαμε τον Κλεάνθη να κατεβάζει προσεκτικά τα τρία παιδιά, το μικρότερο στην πλάτη του, σε ένα έδαφος τόσο σαθρό που κάθε βήμα ήταν επικίνδυνο. Ο Δημήτρης άφησε το μπουφάν του στο μικρότερο παιδί που έτρεμε από το κρύο και του έδωσε έναν χυμό. Η εικόνα αυτή έσφιξε την καρδιά μας.
Συνεχίσαμε προς το σημείο των φακών. Εκεί, λίγο μετά την ελιά στο πέρασμα για το Βυζωτό, συναντήσαμε τη Μαρία, τη μητέρα, και τους δύο πυροσβέστες. Εξαντλημένη, κατέβαινε με τρεμάμενα πόδια, τα αθλητικά της είχαν ματώσει τα δάχτυλά της. Η Μαρία οδηγούσε την ομάδα από τα μονοπάτια(δυο παλάμες φάρδος όλα κι όλα ) που είχαν σχηματιστεί από τα κατσίκια. Ο Δημήτρης πήρε το σακίδιό της και σε μια στάση της άφησα στο χέρι μερικούς χουρμάδες. Έφαγε τον έναν αργά, προσπαθώντας να αντλήσει δύναμη. Ο πόνος στα δάχτυλα ήταν αφόρητος. Της βγάλαμε τους πάτους από τα παπούτσια και σκίσαμε το μπροστινό μέρος για να ανακουφιστεί. Ο Μανώλης ανέβηκε για βοήθεια. Πολλές οι στάσεις, το μέρος δύσβατο. “I am so tired,” σιγοψιθύριζε ξανά και ξανά.
Τα φώτα στο βάθος άρχισαν να γίνονται εντονότερα καθώς πλησιάζαμε. Η ελπίδα τής έδινε τη δύναμη να συνεχίσει. Της κρατούσα τα χέρια στα δύσκολα σημεία για να μην πέσει. Τα χέρια της ήταν τραχιά από την ταλαιπωρία του πολέμου. “I am so tired… i am so tired…” “We are almost there, your family is waiting,” της είπαμε , κουράγιο. Η ελπίδα ξαναφούντωσε μέσα της.
Περάσαμε την τελευταία πόρτα του βοσκού και κατεβήκαμε στο ασθενοφόρο. Εκεί, αγκάλιασε τα παιδιά της, χαμένη μέσα στον θόρυβο και τον κόσμο. Ο άντρας της, λίγο παραπέρα στην καρότσα του αγροτικού, την κοίταζε. Το βλέμμα του δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Μπήκαμε στις μηχανές και σταματήσαμε λίγο πιο κάτω για να αλλάξουμε τα γεμάτα σκόνη και ιδρώτα ρούχα. Μιλήσαμε λίγο για αυτό που ζήσαμε. Το βλέμμα του μικρού κάτω από το μπουφάν , στην πλάτη του Κλεάνθη, και αυτό του πατέρα όταν την είδε ζωντανή… μας συντάραξαν.
Σε ένα σακίδιο η ζωή τους όλη, Στάθη λέει ο Δημήτρης …σε ένα σακίδιο..”