Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, οι λογοτέχνες θα ήταν αδύνατον να μην ασχοληθούν μ’ ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης, τους εργάτες της θάλασσας. Ο αγώνας τους δεν τους άφησε ασυγκίνητους.

Γράφει ο Μάρκος Σκόρδος (Μούγκρος)

Η μοναδικότητα του επαγγέλματος, η σκληρή ζωή, το πάλεμα με τη θάλασσα, οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν, ήταν μια υπέρβαση των ανθρώπινων αντοχών. Η σφουγγαράδικη ζωή ήταν πηγή έμπνευσης και τροφοδότησε τη λογοτεχνική γραφή όλων, σχεδόν, των νησιωτών πεζογράφων και ποιητών, κυρίως των Καλύμνιων, μα και σημαντικών  λογοτεχνών που άφησαν τη σφραγίδα τους στα ελληνικά γράμματα. 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, με εθνικιστικές απόψεις, θέλει να διορθωθούν τα κακώς κείμενα της αστικής κοινωνίας. Η ανερχόμενη, τότε, αστική τάξη, προχωρά σε εκσυγχρονισμούς και εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας. Οι αστοί λογοτέχνες, όπως ο Καρκαβίτσας, επιδιώκουν να συμβάλουν σε αυτό τον εκσυγχρονισμό. Στο έργο του «Τα λόγια της πλώρης» , που είναι το βιβλίο της θάλασσας, της σκληρής ζωής των δουλευτάδων της και της λεβεντιάς τους, καταπιάνεται με θρύλους, δεισιδαιμονίες, νοσταλγία για μεγαλεία αυτοκρατορικών εποχών, μα μαζί με αυτά και πάνω από αυτά, τους εργάτες του καραβιού, το μούτσο, το ναύτη, το σφουγγαρά, τον κολαουζέρη, που ιδρωκοπούν για το ψωμί της φαμελιάς τους και την προίκα των αδερφάδων τους. Ιδρωκοπούν, θαλασσοδέρνονται, χωρίς ωστόσο  την προοπτική που δίνει ο αγώνας για μια καλύτερη ζωή. Αναδείχνει την αδικία χωρίς να φαίνονται οι κοινωνικές – ταξικές αιτίες.

Ακόμα και αυτοί που δεν υποτάσσονται και παλεύουν για το γιουσούρι, το όνειρο και την προοπτική, κάνουν τον απολογισμό της ζωής τους: «Και ‘γω Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άι -Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης και ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι». Ο Ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι, στο έργο του «Ο Σφουγγαράς», περιγράφει τη μοίρα των ανθρώπων του μόχθου. Ο δικός του σφουγγαράς, αντιμετωπίζεται σαν σκλάβος, αν ανέβει με αδειανά χέρια δέχεται μια γροθιά στο γυμνό κορμί του, νιώθει μίσος και έχει την επιθυμία να φυτέψει το μαχαίρι του στην κοιλιά του τυράννου, χωρίς ωστόσο να έχει τη δύναμη να μιμηθεί το σκλάβο που πλήρωσε με τη ζωή του, αυτή τη στιγμή της επανάστασης. Ζώο φυλακισμένο, συνεχίζει το καταναγκαστικό του έργο, φτωχός τυχοδιώκτης χωρίς όνομα, μεθυσμένος στα λιμάνια, παραμένει ένας άνθρωπος χωρίς λόγο ύπαρξης. 

Ο Κώστας Παρορίτης, στρατευμένος στην προλεταριακή τέχνη, στο σφουγγαράδικο έργο του «Στο άλμπουρο», εκφράζει την αγάπη του για τον άνθρωπο που αγωνίζεται για μια καλύτερη ζωή, μα και για την αδικία και την εκμετάλλευση που υφίσταται, καθώς και για το θάνατο που παραμονεύει σε κάθε βήμα. Ο σακατεμένος δύτης περιγράφει το ρόλο του καπετάνιου που συνήθως ήταν το μακρύ χέρι του σπογγέμπορου «Δεν ήταν άνθρωπος αυτός, θεριό ήτανε. Μας βουτούσε τριάντα και σαράντα οργιές, μας σάπιζε στο ξύλο άμα δεν του ανεβάζαμε την απόχη γιομάτη σφουγγάρια. Μας βουτούσε στη θάλασσα, μας κρεμούσε στο άλμπουρο. Το τελευταίο το προτιμούσε…». Ο Παρορίτης, σε αντίθεση με τον Καρκαβίτσα, δεν αρκείται στην περιγραφική προσέγγιση της σκληρής ζωής των εργατών της θάλασσας. Μέσα από τις δυσκολίες και τα βάσανα, απευθύνει ένα κάλεσμα για πάλη ενάντια στην κοινωνική αδικία και την ταξική εκμετάλλευση, χωρίς, ωστόσο να φαίνεται ξεκάθαρα, στο συγκεκριμένο έργο ο χαρακτήρας της πάλης. Ο δικός του σφουγγαράς αντιλαμβάνεται με ταξικά κριτήρια το ποιος και γιατί εκμεταλλεύεται το μόχθο του και τη ζωή του, προχωράει τη σκέψη του και αρχίζει να αντιλαμβάνεται ποιος έχει τη δύναμη, όταν το θελήσει να ξεπεράσει την παθητικότητα και να ανατρέψει την μέχρι τότε δεδομένη κατάσταση. «Μαυροφορέθηκε φέτος το νησί. Ο κόσμος πεινάει δίχως δουλειά […] Έπνιξες φέτος τον κόσμο για ένα κομμάτι ψωμί. Να ζήσεις εσύ, αυτό μόνο είναι το όνειρό σου. Μα αν ξυπνήσει όμως μια μέρα αυτό το χτήνος; Το συλλογίστηκες;».

Ο Γιάννης Μαγκλής γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’30, με το έργο «Οι κολασμένοι της θάλασσας». Δεν περιγράφει μόνο την πολυτάραχη, επικίνδυνη, επική και δραματική ζωή των «ταπεινών συντρόφων του», όπως αποκαλεί τους σφουγγαράδες, μα ταυτόχρονα αναδεικνύει την ταξική πάλη που διεξάγεται ανάμεσα σε αυτούς και στους αστούς εμπόρους με τους λακέδες τους. Οι σφουγγαράδες, άνθρωποι με περηφάνια και φιλότιμο, άντρες γεροί, στερημένοι από τις χαρές του σπιτιού, των παιδιών, της γυναίκας, είναι τόσο αγνοί, απλοϊκοί, που σου μιλούν θαρρετά και σε κοιτούν ίσια στα μάτια, ήμερα και ανυστερόβουλα. «Η ψυχή του σωστού ανθρώπου, στον κίνδυνο μόνο χαίρεται, στον κίνδυνο αντρειεύει. Άμα βγάλεις τον κίντυνο, ο άνθρωπος σαραβαλιάζει, ξεψυχά». Από την άλλη, οι έμποροι με την κοιλιά τους καλοταϊσμένη, με πρόσωπο ανθρώπου βίαιου και σκληρού, με μάτια γκρίζα, άδεια σαν το γυαλί. Τις χειρότερες χρονιές, όταν υπήρχαν μεγάλες τρικυμίες και τα σφουγγάρια σκεπάζονταν  από άμμο κα φύκια, σπίτια, καΐκια, περβόλια, έμπαιναν ενέχυρο. «Ανακατωμένος με τα μεγάλα εμπόρια, μέτραγε το χρυσό με τη χούφτα. Πολλές φορές λασκάριζε το σκοινί, έλεγε μια καλή κουβέντα, παραπανιστή, άπλωνε το χέρι, έκανε μια γαλαντομιά, σε ενθουσίαζε. […] Πίσω από την πλάτη σου τραβούσε το σχοινί. Ως να προλάβεις, το σκοινί ήταν περασμένο γύρω από το λαιμό σου. Τώρα είχε την πόρτα του γραφείου του ανοιχτή και δάνειζε, τοκογλυφούσε, παίρνοντας υποθήκη πότε το σπίτι, πότε το χωράφι ή το περιβόλι. Η υποθήκη μπορούσε να περάσει για πωλητήριο, αγράμματος άνθρωπος ήταν ο θαλασσινός, άμαθος στα τερτίπια, υπέγραφε, έπεφτε στο λάκκο».

Οι σφουγγαράδες απλοί άνθρωποι, χωρίς σχέδια, χωρίς πλάνα και μυστικές συνεδριάσεις, βρίσκονταν στα καφενεία. Μέσα από τη σκληρή εκμετάλλευση, βγήκαν πεισματάρικα αλύγιστες γνώμες που πολλές φορές κυριαρχούσαν. «Δεν ξεπέφτουμε. Δεν πουλάμε». Όσο περνούσε ο καιρός η συνειδητοποίηση αυξανόταν. «Με τα άστρα αρχίζετε, με τα άστρα σχολνάτε. Σε όλη την Ευρώπη δουλεύουν 8ωρο. Και ποιο το όφελος; Να γερνάς πιο γρήγορα για να πλουτίζει το αφεντικό. […] Τρώμε το ψωμί μας και μάλιστα μουσκεμένο με το δρωτάρι μας, για νόμισες πως μας το δίνει ψυχικό; Άμα τελέψει η δουλειά και πεινάς, κόπιασε να ζητήσεις δανεικά. Τους παρακινούσε να μην φοβούνται μπροστά στ’ αφεντικά, να μην λογαριάζουν κανένα. Κανενός δειλού δε γράφτηκε η ιστορία». 

Ο Μαγκλής πήγε την υπόθεση της ταξικής πάλης παραπέρα, μίλησε για την πειθαρχία εκείνη που κατά τη ρήση του Καζαντζάκη «σοζυγιάζει την επιθυμία με τη δύναμη και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου», μίλησε για την ελπίδα, έθεσε διαλεκτικά μέσα από τα έργα του την αέναη πάλη του καινούριου με το παλιό. «Μια εποχή είναι που πεθαίνει και μια άλλη που γεννιέται. Τούτο το εναλλασσόμενο παιχνίδι δεν έχει σταματήσει ως τώρα να γίνεται και ουδέ θα πάψει από εδώ και μπρος». 

Ο Γιάννης Ρίτσος, ο μεγάλος κομμουνιστής ποιητής, δεν έμεινε ασυγκίνητος από τη σκληρή ζωή τους. Στο έργο του «Το χορικό των σφουγγαράδων» που περιγράφει το εννιάμηνο μνημόσυνο του 20χρονου παλικαριού που πνίγηκε, αναδεικνύει στο πρόσωπο του πατέρα, το μεγαλείο του ανθρώπου που δεν παραιτείται, δεν πισωγυρίζει, βλέπει προοπτική, αγωνίζεται όρθιος, παρά τις αντιξοότητες, παρά τα συντριπτικά χτυπήματα της ζωής, πιστεύει σε αυτή και προτρέπει συντροφικά «[…] σηκωθείτε απάνου, να δέσουμε τον κύκλο του χορού, σαν τ’ άλογα που σμίγουν τα κεφάλια τους και αφήνουν λεύτερα τα πισινά τους για να λαχτίζουν τον αέρα, όταν σιμώνουν οι λύκοι. Στης βάρκας μας τα παλαμάρια και στα χέρια μας, κρατιέται ο κόσμος όλος».

Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του κολαουζέρη παππού μου και του κοντραμπατζή προπάππου μου, Νικόλα και Γιάννη Μούγκρου και σε όλους τους εργάτες της θάλασσας.