επιμέλεια Κλεοπάτρα Ζουμπουρλή, μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr iatrikanea
Μετά τη ανάρρωση από τη λοίμωξη από έναν ιό, το ανοσοποιητικό σύστημα διατηρεί «μνήμη» του ιού αυτού, δηλαδή διαθέτει μηχανισμούς και ειδικά κύτταρα που θυμούνται την αρχική επαφή με τον εισβολέα. Τα κύτταρα αυτά του ανοσοποιητικού και τα αντισώματα (οι ειδικές δηλαδή πρωτεΐνες του ανοσοποιητικού που κυκλοφορούν στο αίμα και άλλα υγρά του οργανισμού), μπορούν να αναγνωρίσουν και να σκοτώσουν το παθογόνο εάν το συναντήσουν ξανά. Με τον μηχανισμό αυτό προστατευόμαστε από πολλές ασθένειες ή έστω μειώνεται η βαρύτητα της νόσου αν δεν μπορεί να παρέχεται απόλυτη προστασία.
Αυτή η μακροχρόνια ανοσολογική προστασία εμπλέκει διάφορα σκέλη του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Έτσι, περιλαμβάνει τα αντισώματα αλλά και διαφορετικούς τύπους Τ-λεμφοκυττάρων που βοηθούν στην αναγνώριση και την εξόντωση παθογόνων. Από την άλλη τα Β λεμφοκύτταρα είναι αυτά που δημιουργούν και παράγουν νέα αντισώματα όταν τα χρειάζονται το ανοσοποιητικό.
Όλα αυτά τα συνεργαζόμενα τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος έχει βρεθεί ότι έχουν ουσιαστικό ρόλο και σε άτομα που αναρρώνουν από τον SARS-CoV-2. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτής της ανοσολογικής απόκρισης καθώς και πόσο διαρκεί η ανοσία μετά τη αρχική λοίμωξη είναι μάλλον ασαφείς. Επιπλέον υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές για επαναμόλυνση με τον SARS-CoV-2 που έχουν προκαλέσει εύλογες ανησυχίες ότι η ανοσολογική απόκριση στον ιό μπορεί να μην έχει μακρά διάρκεια
Φυσική Ανοσία
Πολλοί επιστήμονες πιθανώς θα συμφωνούσαν ότι «Η φυσική μόλυνση προσφέρει καλύτερη ανοσία από αυτή που προσφέρει ο εμβολιασμός». Πράγματι, υπάρχουν πολλά παθογόνα για τα οποία η φυσική λοίμωξη προκαλεί ισχυρότερες ανοσολογικές αντιδράσεις και εάν κάποιος επιβιώσει από αυτή τη λοίμωξη, τότε θα αναπτύξει πιο μακροχρόνια ανοσία συγκριτικά με τον αντίστοιχο εμβολιασμό. Τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας λοίμωξης αποτελεί η ιλαρά. Οι επιζήσαντες της ιλαράς αναπτύσσουν δια βίου ανοσία έναντι του ιού, εφόσον βέβαια ξεπεράσουν τον κίνδυνο εγκεφαλίτιδας, πνευμονίας και θανάτου από την νόσο.
Αντίθετα, o εμβολιασμός κατά της ιλαράς απαιτεί δύο δόσεις του εμβολίου και μπορεί να μην προσφέρει πλήρη και δια βίου προστασία, αν και έχει αποδειχθεί ότι είναι αρκετά καλός για τον έλεγχο της νόσου όταν εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα. Πράγματι, ο εμβολιασμός για την ιλαρά ουσιαστικά εξαφάνισε την νόσο όπου εφαρμόστηκε καθολικά.
Ανοσία από τον κοροναϊό
Τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης για την πρωτεΐνη ακίδα (αυτά που «θυμούνται» και αναλαμβάνουν την άμεση παραγωγή αντισωμάτων αν ξαναέλθουν σε επαφή με την πρωτεΐνη ακίδα) αυξάνονταν με την πάροδο του χρόνου, και οι περισσότεροι είχαν περισσότερα Β λεμφοκύτταρα μνήμης έξι μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων από ότι ένα μήνα μετά. Αν και ο αριθμός αυτών των κυττάρων φάνηκε να φτάνει σε ένα πλατό μετά από μερικούς μήνες, τα επίπεδα τους δεν μειώθηκαν κατά την περίοδο που μελετήθηκε, ούτε μάλιστα φάνηκε να υπάρχει κάποια τάση μείωσης.
Τα CD4 +T λεμφοκύτταρα και τα CD8+Τ λεμφοκύτταρα που ήταν ειδικά για το SARS-CoV-2 παρέμειναν επίσης σε υψηλά επίπεδα μετά τη μόλυνση αν και μειώθηκαν σταδιακά με χρόνο ημιζωής περίπου 3-5 μήνες. Έξι μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, το 92% των συμμετεχόντων είχαν CD4 +T λεμφοκύτταρα που αναγνώριζαν τον ιό. Αυτά τα κύτταρα βοηθούν στον συντονισμό της ανοσολογικής απόκρισης. Επίσης περίπου οι μισοί συμμετέχοντες είχαν CD8+Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία σκοτώνουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό. Από την μελέτη της κινητικής των αντισώματων, των Β λεμφοκύτταρων μνήμης, των CD4+ και των CD8+ Τ-λεμφοκύτταρων, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι κάθε σκέλος της ανοσολογικής μνήμης έναντι του SARS-CoV-2 παρουσίασε ξεχωριστή κινητική. Όπως με τα αντισώματα, ο αριθμός διαφορετικών τύπων ανοσοκυττάρων κυμαινόταν σημαντικά μεταξύ των ατόμων. Ούτε το φύλο, ούτε οι διαφορές στη βαρύτητα της νόσου εξηγούν αυτές τις διαφορές μεταξύ των ατόμων, όσον αφορά τα επίπεδα των αντισωμάτων ή τους αριθμούς των ειδικών κυττάρων. Ωστόσο, σε 95% των ατόμων της μελέτης τουλάχιστον 3 στα 5 βασικά σκέλη του ανοσοποιητικού συστήματος θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον SARS-CoV-2 έως και 8 μήνες μετά τη αρχική μόλυνση. Έτσι οι ερευνητές είναι αισιόδοξοι ότι ένα παρόμοιο μοτίβο ανταποκρίσεων που θα διαρκεί στον χρόνο μπορεί επίσης να προκύψει μετά τον εμβολιασμό.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων του NIH (NIAID) και το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI) και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του2021, στο περιοδικό Science.
Ανοσιακή Μνήμη
Οι παρατηρήσεις της παραπάνω έρευνας δημιουργούν αισιοδοξία σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας στον SARS-CoV-2 και την προστασία από τις επαναμολύνσεις.
Αρκετές έρευνες έχουν εξετάσει επίσης αν το ιστορικό έκθεσης στον ιό μπορεί να προστατεύσει από μελλοντικές λοιμώξεις. Από τη Μεγάλη Βρετανία έδειξαν ότι οι επαγγελματίες υγείας που είχαν μολυνθεί στο πρώτο κύμα της πανδημίας δεν ήταν δυνατό να νοσήσουν ξανά από τον ιό και όσοι μολύνθηκαν εκ νέου παρουσίασαν ασυμπτωματική λοίμωξη. Οι παραπάνω έρευνες παρατήρησης δημιουργούν ελπίδες ότι τελικά θα είναι δυνατό να επιτευχθεί προστατευτική ανοσία μακροπρόθεσμα.
Τα εμβόλια και η ανοσία στη Δέλτα
Παρά το γεγονός ότι πολλές έρευνες δείχνουν ότι τα υφιστάμενα εμβόλια δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά απέναντι στο στέλεχος Δέλτα όσο στο στέλεχος Άλφα, ωστόσο διατηρούν ένα υψηλό ποσοστό αποτελεσματικότητας σε όσους έχουν λάβει δύο δόσεις.
Ανάλογα με το εμβόλιο η προστασία από τη νοσηλεία όσων μολύνονται από το στέλεχος Δέλτα κυμαίνεται από 92% ως 96%, ενώ από τη συμπτωματική νόσηση από 60% ως 88%, με βάσει τα δεδομένα των βρετανικών αρχών. Έπειτα από μία μόνο δόση εμβολίου, η προστασία από τη νόσηση μειώνεται πολύ, στο 33%, σύμφωνα με βρετανική έρευνα.
«Μία δόση δεν αρκεί» να αντιμετωπίσει το στέλεχος Δέλτα, «ο πλήρης εμβολιασμός είναι απαραίτητος για να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι», τόνισε το ECDC. Η αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης είναι απαραίτητη, όμως σίγουρα δεν αρκεί, προειδοποιεί ο επιδημιολόγος Αντουάν Φλαό.
H ανοσία, που επέρχεται από την ίδια τη λοίμωξη και από τον εμβολιασμό για τον κοροναϊό SARS-CoV-2, φαίνεται να είναι μακράς διαρκείας. Όμως θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να ξεκαθαρίσει το τοπίο σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας και, σε κάθε περίπτωση, δεν αναμένεται να ισχύει το ίδιο για όλους -ανεξαιρέτως- τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα στην χώρα μας έχουν ασθενήσει περίπου 30% του πληθυσμού και έχει εμβολιαστεί το 40% με αποτέλεσμα να πλησιάζουμε σε συνολική ανοσία το 70%.
Πηγή: medlabnews.gr iatrikanea https://medlabgr.blogspot.com/2021/07/i-fysiki-loimoxi-i-to-embolio-prosferei-megalyteri-prostasia-apo-ton-koronaio.html#ixzz739ANIDNT