Σημείωμα για το βιβλίο της κ. Μ.Ορφανού-Βλαδιμήρου «Μεταναστεύγω, Μάνα μου…»…
Η συγγραφέας στο ενδιαφέρον βιβλίο της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μεταναστεύγω μάνα μου», καταφέρνει να αποτυπώσει με τον πλέον παραστατικό τρόπο, τις δυσκολίες της επιβίωσης των κατοίκων των νησιών ήδη μέσα στον 19ο αι. Πολλές από τις πληροφορίες πηγάζουν μέσα από προσωπικές αναμνήσεις της κ. Βλαδιμήρου, από την παιδική και νεανική ζωή της στο νησί της Καλύμνου. Οι εικόνες αυτές είχαν ωστόσο «αποτυπωθεί» στο υποσυνείδητο και αργότερα καταγράφηκαν, εμπλουτισμένενες από ευρύτερες γνώσεις, που οφείλονταν σε μεταγενέστερες, πλούσιες πηγές, την ιατρική παιδεία (είναι γιατρός και η ίδια), τα ταξίδια, τα ποικίλα διαβάσματα και τις προφορικές μαρτυρίες από Καλύμνιους συντοπίτες. Η πλοκή του συναρπαστικού μυθιστορήματος ξεκινάει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οπότε και τοποθετείται η αρχή ενός οδοιπορικού, για να ακολουθήσει, μέσα από περιγραφές των περιπετειών μιας οικογένειας έξι γενεών με τις όποιες δυσκολίες της ζωής, τον ξερριζωμό, τη μετανάστευση και την εγκατάσταση σε μακρυνούς τόπους, όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Μασσαλία και το Παρίσι, την Μελβούρνη της Αυστραλίας. Οι αποτυχίες, οι προσπάθειες προσαρμογής στους ξένους τόπους, μαζί με τις αναμνήσεις των νεανικών χρόνων των προσφύγων, αποδίδονται με εύγλωττο τρόπο προδίδοντας, συχνά, και βαθύτερα συναισθήματα, ενώ πάντα παρέμενε στα μύχια της ψυχής τους, η λαχτάρα κάποιας επιστροφής στον γενέθλιο τόπο…
Εκείνο που ωστόσο είναι χαρακτηριστικό του μυθοπλαστικού αυτού εγχειρήματος είναι η συνεχής αποτύπωση λαογραφικών εθίμων, παραστάσεων, πανηγυριών, εθίμων που διαπερνούν τον κορμό των προσωπικών καθημερινών συνηθειών, η βαθιά προσκόλληση όλων σε τοπικές, κοινωνικές, θρησκευτικές ακόμη και γαστρονομικές συνήθειες του νησιού τους που μετέφεραν, ακόμη και οι μετανάστες, στους «Νέους Κόσμους». Στην καλύμνικη ντοπιολαλιά αποδίδονται άπειροι όροι –που πάντα «μεταφράζονται» στο τέλος της σελίδας- ενώ, με ανάγλυφο τρόπο, περιγράφονται οι τρόποι της κτηνοτροφικής, ιδιαίτερα της τυροκομικής και γαλακτοκομικής, ή και της γεωργικής παραγωγής, με λεπτομέρειες που αφορούν στα σκεύη φύλαξης (μπακιρένια αλλά και σκεύη καλαθοπλεκτικής), στα παράγωγα του μαλλιού που οδηγούσαν σε τοπικές γυναικείες-απαραίτητες ωστόσο για την καθημερινή επιβίωση- δυσκολίες, την ύφανση αλλά και το κέντημα. Οι γιορτές ήταν καθοριστικές και αποτελούσαν σπουδαίες ανάπαυλες στην άτεγκτη καθημερινότητα, Της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο, γινόταν πανηγύρι με καθολική συμμετοχή των κατοίκων με περιγραφή του τελετουργικού αλλά και την εορταστική καλοφαγία μετά από 15ήμερη νηστεία χωρίς λάδι. Στα τέλη του Αυγούστου γιόρταζαν και το «κουβάνι», την γιορτή του μελιού και, στο τέλος του Σεπτέμβρη, τον τρύγο και την παραγωγή του μυρωδάτου τσίπουρου…
Το άγονο έδαφος υπήρξε η κύρια αιτία που έστρεψε τους κατοίκους του νησιού στην σπογγοαλιεία και, στη συνέχεια, στη μετανάστευση αφού, εκτός από την φτώχεια, υπήρχε μια γενικότερη ανασφάλεια. Γιατρός δεν ήαν εύκολα προσιτός και οι ίδιοι να καταφεύγουν σε γιατροσόφια, αλοιφές και ροφήματα από βότανα.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται από την συγγραφέα στην σπογγγαλιεία, που αποτέλεσε το κύριο επάγγελμα πολλών κατοίκων της Καλύμνου. Πλείστες όσες οι πληροφορίες για το σκάφανδρο (ή «φόρεμα» ή «μηχανή») που, όπως η ίδια μας πληροφορεί μέσα από την σχετική έρευνα, εμφανίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά στη Σύμη στο 1866 αλλάζοντας τον τρόπο της σπογγαλιείας. Αρχικά, οι γυμνοί σφουγγαράδες κατέβαιναν σε μικρότερο βάθος δουλεύοντας μόνο τέσσερις μήνες το χρόνο, ενώ με το σκάφανδρο, οι μήνες συλλογής των σπόγγων διπλασιάστηκαν, αφού οι δύτες κατέβαιναν σε μεγαλύτερο βάθος παραμένοντας περισσότερο στο βυθό. Οι λεγόμενοι πλέον «μηχανικοί» σε αντίθεση με τους παλιότερους «βουτηχτάδες», μπάρκαραν σε μεγάλα μηχανοκίνητα καϊκια, τους λεγόμενους «αχταρμάδες». Σημαντικές είναι οι πληροφορίες σχετικά με την καθημερινή ζωή των σφουγγαράδων, οπότε οι δύτες που πλέανε με τους αχταρμάδες, σχηματίζοντας μικρό στόλο, ακολουθούσαν ένα μεγάλο πλεούμενο, όπου μαζεύονταν κάθε βράδυ για να κουβεντιάσουν, να χαλαρώσουν και να φάνε το μοναδικό γεύμα της μέρας. Κάθε αχταρμάς είχε πλήρωμα δέκα με δώδεκα δύτες και μετέφερε τα απαραίτητα για την επιβίωση, δηλαδή νερό, γαλέτες και τις κουμπάνιες, ήτοι όσπρια, μακαρόνια και τον λεγόμενο καβουρμά, (παστό, βοδινό, καβουρδισμένο κρέας, συντηρημένο σε ντενεκέδες μέσα σε λίπος και αλάτι). Επίσης μαθαίνουμε ότι με το σκάφανδρο, το εμπόριο των σφουγγαριών έγινε αποκλειστικά εξαγώγιμο προϊόν, φέρνοντας συνάλλαγμα στα σφουγγαράδικα νησιά λόγω του ότι το σφουγγάρι είχε πολλαπλές χρήσεις, πέρα από την αποκλειστικότητά του ως μοναδικό μέσο καθαριότητας. Η οικονομική άνθηση των νησιών από την σπογγαλιεία συνοδεύτηκε, παράλληλα, από χιλιάδες θανάτους και αναπηρίες αφού μόνο από το 1866 μέχρι το 1915 πάνω από 10.000 σφουγγαράδες έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι από 20.000 έμειναν παράλυτοι. Για την βελτίωση των συνθηκών της ζωής στα σπογγαλιευτικά σκάφη αγωνίστηκε μια σπάνια μορφή φιλέλληνα και ανθρωπιστή, ο Κάρολος Φλέγγελ, Λιθουανός, που αγωνίστηκε για την κατάργηση του επικίνδυνου σκάφανδρου. Μόλις το 1898, ψηφίζεται σχετικός νόμος και, ως τα τέλη του 1901, καταργείται στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Το βιβλίο αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση αντικειμενικής αποτύπωσης της ζωής μιάς οικογένειας έξι γενεών, στη διάρκεια 150 χρόνων, οπότε επέρχονται καταιγιστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και επιβίωσης. Επίκεντρο της βασικής ιστορίας αποτελεί το Νησί, η Κάλυμνος στην οποία επανέρχονται με τον ένα ή άλλο τρόπο τα πρόσωπα των έξι γενεών που σφραγίζουν την ζωή όχι μόνο του νησιού αλλά και των μακρυνών τόπων, όπου τα μέλη της θα καταφύγουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη ως μετανάστες για να καταφέρουν, ελάχιστοι από αυτούς, να επιστρέψουν στην αρχική κοιτίδα.
΄Ενα βιβλίο, χείμαρρος λαογραφικών πληροφοριών, αλλά και ασυνήθιστα –σχεδόν αστυνομικής- ενδιαφέρουσας πλοκής…
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΡΡΕ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Καθηγήτρια Λαογραφίας ΕΚΠΑ