Η ΨΕΡΙΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ
Αυτός ήταν ο τίτλος της ομιλίας της πολυβραβευμένης ποιήτριας και εκπαιδευτικού, Θέμιδος Τάταρη Μπιλλήρη στο 1ο διεθνές συνέδριο στη Ψέριμο για τα “Έξυπνα Νησιά”, που διοργάνωσε ο ελληνοαμερικανικός οργανισμός ΙΗΑ, με πολλούς προσκεκλημένους συνέδρους, με την επιλογή της Ψερίμου να αποτελεί έναν μέγιστο συμβολισμό, ιδιαίτερα σε εποχές που οι “απέναντι ” έχουν εντάξει το ακριτικό νησί στις επιδιώξεις τους.
Η αγαπητή κ, Θέμις, μέσα σε λίγες γραμμές, μετέφερε με λυρισμό και διάχυτη νοσταλγία τη ζωή στη Ψέριμο μετά την Ενσωμάτωση, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα για την σημασία που οφείλει τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και ο Δήμος στο ακριτικό νησί, με την μακραίωνη ιστορία και την καθοριστική παρουσία του στη θαλάσσια αυτή περιοχή.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο από την παρέμβαση της Καλυμνιάς και αθεράπευτα ρομαντικής Ψεριμνιωτίνας , Θέμιδος Τάταρη Μπιλλήρη, που καθήλωσε το ακροατήριο:
Η ΨΕΡΙΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ
Αξιότιμοι καλεσμένοι μας
Θα ήθελα εξ αρχής, να ευχαριστήσω την οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου και ιδιαίτερα τον πρόεδρο του IHA, κ. Ευάγγελο Ρίγο, για την εξαιρετική τιμή που μου έκαναν να με συμπεριλάβουν στον κατάλογο των εκλεκτών ομιλητών.
Νιώθω μεγάλη συγκίνηση, μα και χαρά, που μου ζητήθηκε να παρουσιάσω την Ψέριμο, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την Ενσωμάτωση καταθέτοντας τις αναμνήσεις και τα βιώματα μου.
Με τη σειρά μου θα ήθελα και εγώ να σας καλωσορίσω στην ακριτική Ψέριμο, στη μικρή γαλάζια κουκίδα του Αιγαίου, όπου η καρδιά της Ελλάδας χτυπά πιο δυνατά και που οι λιγοστοί της κάτοικοι που μένουν μόνιμα εδώ, κλείνουν στην καρδιά και στην ψυχή τους περισσότερη Ελλάδα και που με τον κυματισμό της γαλανόλευκη στα παράλια βράχια και σε κάθε γωνιά του νησιού, διατρανώνουν με περηφάνια τον πατριωτισμό τους και την Εθνική τους ταυτότητα.
Εκλεκτοί καλεσμένοι κι αγαπητό ακροατήριο, αισθάνομαι ευλογημένη που οι ρίζες μου, από την μητέρα μου, κρατούν από την Ψέριμο. Αισθάνομαι και τυχερή γιατί τα παιδικά και νεανικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο πατρογονικό μου, που βρίσκεται εδώ, στην βελούδινη αμμουδιά και που είναι χτισμένο πριν από ένα αιώνα από τους παππούδες μου, οι οποίοι έμεναν εκεί από…τότε Θα ανοίξω λοιπόν το κουτάκι των αναμνήσεων, που χω σφαλισμένο στα φυλλοκάρδια μου από παιδάκι, για να σας ταξιδέψω στην Ψέριμο του τότε… στην Ψέριμο των δύο πρώτων δεκαετιών, μετά την Ενσωμάτωση.
Εδώ λοιπόν στην μικρή, ακριτική Ψέριμο, η Ελλάδα είναι παρούσα από τα πανάρχαια Χρόνια και η ελληνικότητά της μνημονεύεται από την εποχή του Ομήρου και του Πλίνιου. Του Πρεσβύτερου. Μα και τα αρχαιολογικά ευρύματα μαρτυρούν πως εδώ στην Ψέριμο κατοικούσαν πάντα ακραιφνείς Έλληνες, η δε ιστορία και η μοίρα του νησιού ανά τους αιώνες, ακολουθεί πιστά εκείνη των Δωδεκανήσων. Έτσι, το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων (και η Ψέριμος φυσικά),ενσωματώθηκε με τον κορμό της κοινής μας πατρίδα της Ελλάδας.
Η Ψέριμος, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες, μετά την Ενσωμάτωση, ήταν ένας κρυφός παράδεισος στο Αιγαίου, ένα ανέγγιχτο και παρθένο νησί με απάτητους ορμίσκους και μαγευτικές ακρογιαλιές, με λίγα σπιτάκια, απλωμένα στον μοναδικό οικισμό Αυλάκια, κατά μήκος της απέραντης χρυσής αμμουδιάς. Της αμμουδιάς που ήταν η παιδική χαρά των παιδιών, καθώς ήταν κατειλημμένη ολημερίς από ένα παιδικό μελισσολόι, που με ξεφλουδισμένα μάγουλα και μύτες από τον ήλιο, ξεχυνόταν στην αμμουδιά, με παιχνίδια και ξεφωνητά μέχρι το βράδυ.
Εξαίρεση λίγα τετραγωνικά αμμουδιάς που κάθε Καλοκαίρι έστηναν δυο γραφικούς καφενέδες με πασσάλους, κουρελούδες , τσουβάλια και ξερά χόρτα, δύο ι καλοκάγαθοι άνθρωποι , ο Καμένος και ο Αλέξης. Εκεί σύχναζαν μόνο άνδρες και πολλά βράδια στηνώντουσαν τρικούβερτα γλέντια, γιατί οι Ψεριμιώτες ήταν και είναι πολύ γλεντζέδες, καλλίφωνοι τραγουδιστές και εξαιρετικοί χορευτές. Ειδικά στους γάμους και στα πανηγύρια, το γλέντι με παραδοσιακά τραγούδια, βοσκαρουϊστικα πεισματικά και χορούς, με τσαμπούνες , λαούτα και βιολιά κρατούσε μέχρι το πρωί…Και κάτω από τις μαγευτικές δοξαριές των δεινών βιολιτζήδων Κωνσταντή και Παύλου Κουρούνη, τα παλληκάρια κρυφοκοίταζαν τις αγαπητικές τους και τις υποψήφιες νύφες και τις έσερναν στο χορό.
Η Ψέριμος μετά την ενσωμάτωση και σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχε 233 κατοίκους. Τα Καλοκαίρια ο πληθυσμός αυξανόταν από τους παραθεριστές από την Κάλυμνο οι οποίοι είχαν κα έχουν δικά τους σπίτια στην παραλία και οι οποίοι λατρεύουν την Ψέριμο και νιώθουν σαν Ψεριμιώτες. Σε αυτούς τους αθεράπευτους λάτρεις της, ανήκω κι εγώ.
Στις δεκαετίες λοιπόν που προανέφερα (και μέχρι το 1980), στα σπίτια της Ψερίμου δεν υπήρχε νερό, ούτε πόσιμο, ούτε για λάτρα, ούτε ηλεκτρικό φως, φυσικά ούτε ψυγεία, μα ούτε ένα τηλέφωνο σε όλο το νησί. Μαγείρευαν στα ξύλα και το νερό το έφερναν στα σπίτια με πήλινες λαϊνες, από ένα πηγάδι, που υπάρχει ακόμα κατάξερο, λίγο πάνω από τον οικισμό. Όταν δε νύχτωνε όλα τα σπιτάκια αντιφέγγιζαν από τις λάμπες πετρελαίου, με λίγες εξαιρέσεις μερικά λουξ, στα πρώτα σπίτια στην παραλία. Και σαν έπεφτε το σκοτάδι και έσβηνε και η τελευταία λάμπα, το νησί τυλιγμένο στα θαλασσινά και βουνίσια μύρα, παραδινόταν στην απόλυτη σιωπή, ηρεμία και γαλήνη με τα παιδιά να κοιμούνται στρωματσάδα στις αυλές, κάτω απ τα’ άστρα και με το νανούρισμα του φλοίσβου.
Στο νησί υπήρχε τότε πάντα μόνιμος παπάς κι ένας αστυνομικός, γιατρός όμως σπανιότατα επισκεπτόταν το νησί. Ευτυχώς υπήρξε μια γυναίκα, ένας φύλακας άγγελος, διπλωματούχος μαία, μόνιμος κάτοικος, από το 1920 και επί μισό αιώνα, εκτελούσε χρέη γιατρού, ιεροψάλτη, κοινωνικού λειτουργού, γραμματικού και νοσηλεύτριας, φροντίζοντας και παρηγορώντας τους Ψεριμιώτες σε κάθε δυσκολία. Ήταν η κυρά και ταπεινή αρχόντισσα της Ψερίμου, η κυρά ΑΦΡΟΔΙΤΗ, η νανά Αφροδίτη, έτσι την αποκαλούσαμε όλοι, μιας και είχε βαφτίσει τα περισσότερα παιδιά της Ψερίμου και είχε ξεγεννήσει σχεδόν όλες τις Ψεριμιώτισσες.
Το 1950 χτίστηκε και το σχολείο, όπου φοιτούσαν τότε 120 παιδιά. Το σχολείο και τον πανέμορφο κήπο του, φρόντιζε η αείμνηστη δασκάλα Μαρία Τριπολιτσώτου, μια άλλη ηρωίδα που θυσίασε την προσωπική και οικογενειακή της ζωή για το σχολείο της Ψερίμου, επί πολλά έτη, δίνοντας απλόχερα αγάπη και γνώσεις στα παιδιά. Τη θυμάμαι, όταν χτιζόταν το σχολείο να δουλεύει μαζί με τους εργάτες κουβαλώντας με τα χέρια της πέτρες.
Όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια ο πληθυσμός του νησιού άρχισε σταδιακά να φθίνει… μαζί και ο αριθμός των μαθητών, με τους μόνιμους κατοίκους να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό ή να εγκαθίστανται στην Κάλυμνο. Έτσι βλέπουμε κατά τις επίσημες απογραφές, η Ψέριμος που επί Ιταλικής κατοχής αριθμούσε 300 μόνιμους κατοίκους, το 1962 να έχει 157 μόνιμους κατοίκους, το 1972 108 και το, 1982 μόλις 72 κατοίκους….για να φτάσουμε σήμερα δυστυχώς στον δραματικό αριθμό των 18 ψυχών , γεγονός που μαζί με τη γήρανση των κατοίκων, προβάλλει απειλητικό για την ολοκληρωτική ερήμωση του νησιού. Το δε σχολείο που έσφυζε από ζωή και χαρούμενες παιδικές φωνές έκλεισε το 2009, για να επαναλειτουργήσει (με τις πρωτοβουλίες του IHA) και να ξαναχτυπήσει το κουδούνι πάλι το 2023 καλώντας τους πρώτους του μαθητές, τον Ταξιάρχη και τον Πανορμίτη.
Επανέρχομαι και πάλι στην Ψέριμο του τότε…
Στα όμορφα και νοσταλγικά εκείνα χρόνια η ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Κάλυμνο, γινόταν με δύο καϊκια. Το καΐκι «Άγιος Νικόλαος» του δεινού καπετάνιου Νικόλα Τρικοίλη, που δεν γνώριζε φουρτούνες και που όλοι τον ήξεραν μόνο με το όνομα καπετάν Χοντρόκολο, καθώς και με το καϊκι «Γραμματική» του αλησμόνητου καπετάνιου Κυριάννη. Οι συνομίληκοί μου επίσης θα θυμούνται το πανέμορφο και ιστορικό σκάφος ¨Αγγελικό¨ των καπεταναίων Κουρούνηδων, που ήταν αδέρφια της μητέρας μου.
Οι κάτοικοι εκείνη την εποχή στην Ψέριμο ήταν βοσκοί, ψαράδες, δύτες, αλλά και γεωργοί. Η γη όμως δεν τους ανήκε, ανήκε στο Δήμο Καλύμνου, γι αυτό οι κάτοικοι ενοικίαζαν από τον Δήμο, σε δημοπρασία ( το λεγόμενο χαράτσι), μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες έσπερναν κυρίως με κριθάρι, σκάβοντας τη γη με τα χέρια τους και αλωνίζοντας με τα πόδια… Πότιζαν τη γη με τον ιδρώτα τους για να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς το οποίο ζύμωναν κι έψηναν σε δικούς τους ξυλόφουρνους. Η έλλειψη όμως της ασφάλειας του αισθήματος του ιδιοκτήτη (καθώς η γη δεν τους ανήκε) είχε ως αποτέλεσμα, με το πέρασμα των χρόνων, την απογοήτευση των κατοίκων, και την μη εκμετάλλευση πλέον της γης και την περαιτέρω φτωχοποίηση. Δίκαια οι κάτοικοι εδώ είχαν και έχουν ένα μόνιμο παράπονο. Όλοι θέλουν ένα κομμάτι γης δικό τους, με τίτλους ιδιοκτησίας.
Τελειώνοντας την αναφορά μου στην Ψέριμο του… τότε δεν θα παραλείψω ν ‘αναφερθώ και στην περίφημη βιοτεχνία κεραμοποιίας στον Τάφο, του αείμνηστου Βασίλη Μαμουζέλου, (συζύγου της νονάς Αφροδίτης) με τον εξαιρετικής ποιότητας άργυλο, (τον καλύτερο στο Ν.Α. αιγαίο), που απασχολούσε 20 με 30 εργάτες, παράγοντας 20 περίπου τόνους μηνιαίως και που λειτουργούσε από το 1920 μέχρι το1963.
Χθες τ΄απόγευμα, αγαπητό ακροατήριο, ανέβηκα στο κοιμητήρι της Παναγιάς της Ψεριμιώτισσας, κι αφού με δάκρυα προσκύνησα τους τάφους της μητέρας μου και του αδελφού μου, που κοιμούνται στην αγκαλιά της, έκανα μια βόλτα στα στενά δρομάκια πίσω από τον οικισμό. Και καθώς έβλεπα κάθε γνώριμο σπιτάκι, πηδούσαν από το κουτάκι των αναμνήσεων παλιές γραφικές φιγούρες γνωστές κι αγαπημένες που σήμερα πια δεν είναι μαζί μας… όπως τον αγέροχο Μανώλα , που έγινε καρτ-ποστάλ, τον Βεζυρόπουλο , τον βοσκό των Ιμίων και τόσους άλλους …Μετά στάθηκα στη μισογκρεμισμένη μάντρα, εκεί που τότε υπήρχε το περιβόλι της Παναγιάς, αντικριστά με το περιβόλι του Χριστόδουλου, και με νοσταλγία θυμήθηκα τα δυο μεγάλα πηγάδια, τις χαβούζες με τα χρωματιστά ψαράκια…τα γαϊδουράκια που γυρνούσαν στο μαγγάνι…τις γαζίες, τα γιασεμιά.
Όλες αυτές τις αναμνήσεις κι άλλες πολλές , ανέσυρα από τα πιο βαθιά μου και τις αποθανάτισα σένα ποίημα, οδοιπορικό, με τίτλο «Μικρή μου Πατρίδα» το οποίο βραβεύτηκε από τον ιστορικό «Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός» και το οποίο θα σας διαβάσω. Το έγραψα καθισμένη στον κρέββατο του πατρογονικού μου και σε στιγμές ξέχειλης συναισθηματικής φόρτισης, όταν άκουγα από την τηλεόραση την τουρκική ηγεσία ν ‘αμφισβητεί την ελληνικότητα της Ψερίμου, την ελληνηκότητα η οποία μνημονεύεται από τα πανάρχαια χρόνια από τον Όμηρο στην Β΄Ραψωδία της Ιλιάδας!!! Χάιδεψα τότε με το βλέμμα μου το πατρογονικό μου, που θεμελειώθηκε το 1900, από τους παππούδες μου…και άρχισα να γράφω.
ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ
(οδοιπορικό)
Ω! αφρογάλανο νησί με τα σπιτάκια γύρω
στη χρυσαφένια σου αμμουδιά όλα στο φως στο μύρο
της θάλασσας της γαλανής που σμίγει με τ΄απείρου
την απλωσιά του ουρανού νησάκι του ονείρου!
Δυο κάβοι χρόνια αντικρυστοί φρουροί αφροντυμένοι
κλείνουν τα μύρια κάλλη σουνυφούλα ζηλεμένη
και την πλανεύτρα σου αγκαλιά δαντέλες οι ακτές τριγύρου
την ραίνουν μ’ αφρολούλουδα νησάκι του ζεφύρου
που στ’ αργυρό λιμάνι σου βαρκούλες κι άσπροι γλάροι
γλιστρούν και καθρεφτίζονται με ομορφιά και χάρη
καθώς τα κυματάκια σου κυλούν αγάλι αγάλι
και σβήνουνε φλοισβίζοντας φιλώντας τ’ ακρογιάλι
το εξωτικό το οπάλινο που ονειρευτό προβάλλει
ή με βοριά ή με νοτιά ή με το μαϊστράλι…
Η Πέρα- πάντα διάφανη κι αντίκρυ το Πουντάρι
της μνήμης ξετυλίγουνε τ ολόχρυσο κουβάρι
για να γενώ πάλι παιδί που ‘παιζα δίχως έγνοια
στα κύματα στη θάλασσα τη χρυσομσμαραγδένια
και στη βελούδινη αμμουδιά μ’ όλα τα παιδαρέλια
με ξεφαντώματα τρελά φωνές χαρές και γέλια.
Η Πλάτη , η Γραφιώτισσα, ο Τάφος, τα Κρεβάτια
ανοίγουνε ευωδιαστά στη μνήμη μονοπάτια
με σκίνους και αλισφακιές θρουμπιές, μυρτιές, θυμάρια
σε κάθε ράχη και βουνό. Κι η μνήμη μου καθάρια
ανηφορίζει στην Πηγή που μύριες στον αιθέρα
ανάμνησες σου κάνουνε μνημόσυνο πατέρα
με περδικολαλήματα…κι ως ήμουνα μονάχη
βούρκωσα, δάκρυσα, έκλαψα κι απ’ του βουνού τη ράχη
κατηφορίζω τις πλαγιές και τ’ αεράκι πλάνο
τη μνήμη μου μακριά οδηγεί και στα φτερά του επάνω
με φέρνει στη Βασιλική στου φύκιου την αρμύρα
που σμίγει με τα ευωδιαστά και τα βουνίσια μύρα.
Κι αφού κοχύλια μάζεψα στο κύμα είχα γείρει
ν’ αφρολουστώ, μα έγινε ο νους μου τρεχαντήρι
που αρμενίζει λαγκαδιές σχίζει τα κορφοβούνια
κι ως το λαλεί αγέρινη ορχήστρα από κουδούνια
στο λιμανάκι του Βαθύ το φέρνουν οι ανέμοι
για ψάρεμα στα Ίμια γλιστρά με το μελτέμι
στα Ρούσα και στη Δάφνη γοργόφτερο αρμενίζει
στην Κορακιά και Γλίστρα γιαλό γιαλό πλευρίζει
Αγνάντεψε από ψηλά τα εκατο παιδάκια
Που μες στον κήπο του σχολειού βούιζαν μελισσάκια
στα Μαραθώντα πλώρισε κι ως έφτασε το δείλι
στην Παναγιά με άραξε κι άναψα το καντήλι.
Κι ως κατεβαίνω στο γιαλό κρατώντας το κουβάρι
μες της ψυχής τα μάτια μου άσπρο μαργαριτάρι
πρόβαλε το σ π ι τ ά κ ι μας από ζωγράφου χέρι
αφρογαρύφαλο γιαλού κάτασπρο περιστέρι
με γαλανά παράθυρα όλα στο φως στον ήλιο
ασβεστωμένο στη χαρά φάνταζε σαν βασίλειο
με τη φιλόξενη αυλή με τα πεζούλια τ’ άστρα
μ’ ευωδιαστούς βασιλικούς έλαμπε μες την πάστρα
της μ ά ν ας της νοικοκυράς που βράδια μεσημέρια
κεντούσε και του στόλιζε με τα χρυσά της χέρια
το τζάκι και τον κρέβατο τη στοίβη κιόλα γύρω
να λάμπουν να μοσχοβολούν νοικοκυριό και μύρο.
Μετά το βλέμμα χάιδεψε κείνο το παραθύρι
κι όπως ο ήλιος του ‘ριχνε πορφύρα και ζαφείρι
το ‘κανε μαγική σκηνή μ’ αυλαία σμαραγδένια
και οι ηθοποιοί μπαινόβγαιναν παιδάκια δίχως έγνοια
οι δυο γλυκές μου α δ ε λ φ έ ς ξαδέλφια φίλες φίλοι…
κι ενώ τα μάτια στέγνωνα με τ’ άσπρο μου μαντήλι
τα χέρια μου ξετύλιγαν της μνήμης το υφάδι
και ω, χαρά μου άκουσα μες το γαλήνιο βράδυ
φωνές γνωστές χαρούμενες να’ ρχονται από πέρα…
του Σ α κ ε λ λ ά ρ η του Γι α ν ν ι ο ύ και του χρυσού π α τ έ ρ α
που απ’ το κυνήγι γύριζαν τροπαιοστολισμένοι
με πέρδικες κι ο σκύλος μαςμε γλώσσα κρεμασμένη
νερό ρουφούσε αχόρταγος και η γιαγιά γελούσε…
Ω! σπίτι π α τ ρ ο γ ο ν ι κ ό να ‘ ταν και να μιλούσε
κάθε γωνιά σου! Ανάμνηνες λύπες χαρές και γέλια
παιδιών, γονιών κι εκείνωνε που σου ‘βαλαν θεμέλια…
Ω! αναμνήσεις μου γλυκές γαληνεμένα βράδια
τραγούδια στην ακρογιαλιά στου φεγγαριού τα χάδια,
κυνήγια και ψαρέματα βαρκάδες πυροφάνια
γλέντια και “μέρα μέρωσε” γάμοι χρυσά στεφάνια…
Ω! θύμησες ατέλειωτες χρυσά μου καλοκαίρια
στο αφρογάλανο νησί…Με ήλιους και μ’ αστέρια
μες στην καρδιά ζωγραφιστές θα μείνετε αιώνια,
γλυκές, χρυσές κι αξέχαστες όσα κι αν έρθουν χρόνια…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι αν γράφω μέχρι το πρωίκι αν πέσει το φεγγάρι
θα ‘ναι το μισό ξετύλιχτο της μνήμης το κουβάρι!